27.8.08

Το πρώτο μας ταξίδι...

31 Ιουλίου 2008, ημέρα Πέμπτη
Καλοδέχτηκα το αγόρι μου γύρω στις 14.00. Τα μάτια και των δυο μας γυάλιζαν από την χαρά και την προσμονή για αυτό που μας περίμενε. Για τις διακοπές που ερχόταν. Οι πρώτες μας διακοπές. Οι πρώτες μας ουσιαστικές ημέρες μαζί. Καταλήξαμε αγκαλιασμένοι σφιχτά. Μετά από έναν υπέροχο, ατελείωτο έρωτα, αποτέλεσμα πολυήμερης αδιάκοπης προσμονής. Μια πρόγευση όλων των ερωτικών στιγμών που μας περίμεναν τις μέρες που θα ακολουθούσαν.
Αποφασίσαμε να πάμε βόλτα με τη μηχανή στο γνωστό παραθαλάσσιο μέρος για να γιορτάσουμε τις πρώτες μας διακοπές, που ξεκινούσαν την επόμενη μέρα. Αφού απολαύσαμε κάμποσα δροσερά mojitos επιστρέψαμε σπίτι για ολιγόωρη ξεκούραση μιας και οι δικές μου υποχρεώσεις δεν είχαν ακόμη τελειώσει αφού η επόμενη μέρα για μένα ήταν η τελευταία στη δουλειά και αυτό σήμαινε…πρωινό εγερτήριο…

1 Αυγούστου 2008, ημέρα Παρασκευή
Η μέρα ξεκίνησε με πολλά γκάζια για να κλείσω όλες τις εκκρεμότητες μου με την δουλειά και να προλάβω να είμαι έτοιμη και τελειωμένη μέχρι το μεσημεράκι. Άφησα την αγάπη να συνεχίσει τη ρέκλα στο σπίτι και εγώ την έκανα με την ψυχή στο στόμα για το γραφείο. Μετά από μία τρελή κούρσα στις Τράπεζες στο κέντρο της πόλης μου και αφού έχωσα τελικά και το μωρό μου για να με βοηθήσει λιγάκι να ξεμπερδεύω ώστε να μην μου πάρουν τις πινακίδες από το αμάξι, παρκάραμε το αμάξι στο σπίτι και καβαλήσαμε την μηχανή με προορισμό το κτήμα του φίλου μου.
Μας καλοδέχτηκε με δροσερές μπυρίτσες και μεζεδάκια. Πέρασε και ο Παντελής μια βόλτα και αφού γελάσαμε αρκετά και γεμίσαμε τα κεφαλάκια μας με ευφορία επιστρέψαμε κατά τις 16.00 ώστε να ετοιμάσουμε και τα τελευταία πράγματα μας για την αναχώρηση μας. Κατά τις 19.00 περάσαμε από του Enzo, πήραμε έναν δυνατό καφεδάκο για το δρόμο και την κάναμε για Θεσσαλονίκη. Κατά τις 20.30 βλέπαμε το λιμάνι της. Την καλύτερη ώρα. Ο ήλιος έδυε και η υγρή αυτή πολιτεία ήταν πλημμυρισμένη από φωτάκια που μόλις είχανε αρχίσει να ανάβουνε. Περιπλανηθήκαμε για κάμποσο στο κέντρο της και την λεωφόρο Νίκης και καταλήξαμε να πίνουμε τα πρώτα μας ποτάκια στο The Bar δίπλα από τον Λευκό Πύργο. Οδήγησα μέχρι τον Ναυτικό όμιλο για να δώσουμε λίγο γκλάμουρ στη βραδιά μας όπου γινότανε – ένεκα Παρασκευής – ο κακός χαμός από κόσμο. Βρήκαμε μια ελεύθερη πεζούλα και κάτσαμε εκεί έχοντας πλάτη σε όλο το μαγαζί. Άλλωστε η θέα ήταν η Θεσσαλονίκη που ανοιγόταν μπροστά μας και η θάλασσα που γλυκά την ακουμπούσε. Εκείνες τις ώρες της γλυκιάς ρέμβης συνειδητοποιούσα ότι είχα όλα όσα ήθελα για να περάσω τις καλύτερες διακοπές της ενήλικης ζωής μου. Και κυρίως τον Βασίλη στο πλάι μου. Είχε τον ενθουσιασμό εφήβου που ξεκινούσε μόλις την πενταήμερη με το σχολείο του. Δεν χόρταινα να κοιτάζω τα μάτια του, έλαμπαν πιο δυνατά ακόμη και από τα χιλιάδες φωτάκια της πόλης που βλέπαμε από το σημείο που ήμασταν. Χαλαρώσαμε κουνώντας τα πόδια μας πέρα-δώθε πάνω στην πεζούλα, με ποτά, φιλιά και αγκαλιές μέχρι τις 2.00 περίπου το βράδυ. Τότε ήταν που έκρινα σωστό να πάρει άλλη μια βραδινή εικόνα της πόλης. Αυτή τη φορά από ψηλά.
Χωρίς πολλά λόγια τον οδήγησα στην Άνω Πόλη. Γυρνούσαμε ώρα στα στενά ανηφορικά δρομάκια απολαμβάνοντας τον Θερμαϊκό, ώσπου διαπιστώσαμε πως ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα και πως είχε έρθει η ώρα να παρκάρουμε το αμάξι μας και να πάρουμε το ταξί για το αεροδρόμιο.
Στις 3.30 περίπου κάναμε το check – in στο Μακεδονία. Κλασσικά με σταμάτησαν πάλι για τον παραδοσιακό έλεγχο σώματος μιας που ήμουν φορτωμένη σαν κατά την προσφιλή μου συνήθεια με λογιών -λογιών στολίδια που άρχισαν να βαράνε ταμπούρλα μόλις πέρασα το μηχάνημα ελέγχου.
Χωρίς πολλές καθυστερήσεις πετάξαμε για Ζυρίχη την ώρα που άρχιζε να ξυπνάει ο ήλιος. Ο Βασίλης χαμογελούσε σαν μικρό πιτσιρίκι διαρκώς. Δεν σταμάτησε να κοιτάει από το παράθυρο και να και να τραβάει φωτογραφίες. Αυτές ήταν και οι πρώτες μας. Μέσα στο αεροπλάνο, την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος…Νομίζω ότι κάπου εκεί συνειδητοποίησα πραγματικά τι άρχιζε μόλις για μας..

2 Αυγούστου 2008, ημέρα Σάββατο
Γύρω στις 6.30 το πρωί φτάσαμε στη Ζυρίχη. Είχαμε επτά ώρες αναμονής στη διάθεση μας και έπρεπε να τις σκοτώσουμε με τον πιο αποδοτικό τρόπο. Ο καιρός ήταν μουντός και ενώ ξέραμε πως κάπου υπάρχει ήλιος, δεν υπήρχε περίπτωση όσο και να ψάχναμε να τον βλέπαμε να σκάει από πουθενά.
Διαβασμένοι καθώς ήμασταν για το τι ακριβώς έπρεπε να κάνουμε, πήραμε δίχως αργοπορία το μετρό για το κέντρο της πόλης το Bahnhofstrasse. Αίφνης, ένιωσα ότι πέσαμε σε ταινία χωρίς λόγια. Διασχίζοντας τη γέφυρα Munsterbrucke, σταματήσαμε για να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες με φόντο τον ποταμό Limmat που κυλούσε από πίσω αργά. Απόλυτη αταραξία επικρατούσε από τη δυτική πλευρά το Lindenhof έως και τη δεξιά όχθη του ποταμού, την πλακόστρωτη παλαιά συνοικία του Altstadt. Την εκκωφαντική ησυχία έσπαζαν πότε-πότε τα τιτιβίσματα των πουλιών ή οι ρόδες του ποδηλάτου που οδηγούσε κάποιος κοκκινομάγουλος Ζυριχιανός.
Ήμασταν χαλαροί, πιασμένοι χέρι – χέρι περπατούσαμε και απολαμβάναμε την πρωινή-παράδοξη για τους δικούς μας ρυθμούς-ηρεμία…Αποφασίσαμε να πιούμε τον πρώτο καφέ του ταξιδιού μας κατά τις 7.30 το πρωί, σε ένα καφέ που έβλεπε στην εκκλησία Grossmunster, τον καθεδρικό-ορόσημο της πόλης με τους δίδυμους πύργους, για να πάρουμε την πρώτη ψυχρολουσία μας και να αρχίσουμε να υποπτευόμαστε ότι μέχρι να γυρίσουμε στην Ελλάδα, καφέ της προκοπής μάλλον δεν θα ξαναπιούμε.
Πέσαμε πάνω στο Σαββατιάτικο παζάρι της πόλης που λάμβανε τόπο σε μια πλατεία το όνομα της οποίας δεν συγκρατήσαμε είχε όμως στο κέντρο της το άγαλμα ενός εξαιρετικά «προικισμένου» ταύρου. Ταύρος στη Ζυρίχη; Κουφό.
Συνεχίσαμε την βόλτα μας στις κεντρικές οδούς με τα ακριβά καταστήματα αλλά και τα στενάκια της πόλης και κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα Bretsel με χοντρούς κολοκυθόσπορους επάνω για να κορέσουμε λιγάκι την πείνα μας γιατί το φαγητό στο αεροπλάνο, ήταν κάτι παραπάνω από άθλιο.
Σαν τα κινεζάκια αρχίσαμε να παίρνουμε πάνω κάτω τους δρόμους του κέντρου, ώστε να μην μας ξεφύγει τίποτα και φυσικά να βγάζουμε τις πρώτες φωτογραφίες των διακοπών μας σε πόλη. Άλλωστε δεν νομίζω ότι θα ξαναέχω φωτό από Ζυρίχη. Να πάω ξανά να κάνω τι; Να επισκεφτώ οίκο ευγηρίας;
Κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου και παρακάλεσα τον άκαρδο προπονητή μου – φώναζε με Βασίλη – να κάνουμε μια στάση σε μια μικρή πλατεία που είχε ένα όμορφο περίεργο σιντριβάνι.
Κάθησα μας έστριψα ένα τσιγάρο και απόλαυσα στο έπακρο κάθε μπουκιά καπνού του μετά από τόσες ώρες φασιστικού περιορισμού στο αεροδρόμιο και το αεροπλάνο, ενώ ο Βασίλης τραβούσε φωτογραφίες.
Στο δρόμο της επιστροφής προς το αεροδρόμιο αποφασίσαμε να σκοτώσουμε τις τελευταίες μας σχεδόν ελβετικές λίρες - που το έξυπνο αγόρι μου είχε την προνοητικότητα να φτιάξει όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης - στο γνωστό ζαχαροπλαστείο Sprüngli για να δοκιμάσουμε τις εξαιρετικές τρούφες του με διάφορες γεύσεις τις οποίες και απολαύσαμε με κανιβαλιστική διάθεση στο δρόμο, το μετρό αλλά και το αεροπλάνο. Οκ, ομολογώ πως ήταν αρκετές, αλλά δεν βαριέσαι…διακοπές σημαίνει υπερβολή..
Αλλες 3 ώρες και θα βλέπαμε τη Μάλαγα από ψηλά. Ενιωθα συγκινημένη, Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια, πάλι εδώ. Και το κυριότερο, ήρθα σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη με ένα από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα…
Δεν άντεχα να καθυστερήσουμε ούτε λεπτό παραπάνω. Περάσαμε όσο γρηγορότερα γινότανε τα διαδικαστικά και βγήκαμε στην έξοδο όπου θα μας περίμενε ο τύπος με το αμάξι μας. Opel Corsa 1400cc χρώματος ασημί. Καθόλου άσχημα μπορώ να πω. Το αμαξάκι τα έδινε όλα και η αλήθεια είναι πως και ο Σούμι που είχα μαζί μου για οδηγό την είχε καταβρεί και πήγαινε με τις πάντες.
Μέσα στο αμάξι νομίζω ότι αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε πως μάλλον είχαμε κάνει μεγάλη ταρζανιά ως εκείνη την ώρα και πως είχαμε πρακτικά πάνω από ένα 24ωρο άυπνοι. Ευτυχώς η Antequera που ήταν ο πρώτος μας προορισμός δεν ήταν πάνω από μια ωρίτσα δρόμος. Φτάσαμε στο χρόνο μας, στο ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει από το διαδίκτυο. Λεγόταν Los Dolmenes, και ήταν λίγο έξω από την πόλη μπροστά από το νοσοκομείο. Το αναφέρω αυτό γιατί μου έκανε εντύπωση πως συμπτωματικά και στη Granada που πήγαμε και στο Algeciras το νοσοκομείο έτυχε να βρίσκεται δίπλα στα ξενοδοχεία μας. Anyway. Το μόνο που θέλαμε ήταν να κάνουμε ένα μπανάκι, να πέσουμε επιτέλους σε ένα κρεβάτι, να αγαπηθούμε και να χαλαρώσουμε λιγάκι. Έγιναν όλα με αυτή ακριβώς τη σειρά.
Το δωμάτιο ήταν όμορφο αν και έβλεπε από την πίσω πλευρά και επειδή ήταν μη καπνιστών αναγκαστήκαμε να καθήσαμε με τα μπουρνούζια μας για ένα τσιγάρο, μετά το χαλαρωτικό μας μπανάκι, στην τοσοδούλικη βεράντα του. Φυσούσε δυνατά και αυτός ο άνεμος ήταν η απόλυτη λύτρωση μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία του μεγάλου μας ταξιδιού.
Μαζέψαμε τα εξαντλημένα μας κορμιά και οδηγημένοι από την πείνα που θέριζε τα στομάχια μας ντυθήκαμε για να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη και να βάλουμε κάτι άλλο στο στόμα μας πολύ καλύτερο από τις - τίγκα στο συντηρητικό - αηδίες που μας προσέφεραν στις πτήσεις. Βγαίνοντας από το δωμάτιο είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε λίγο πιο ξεκούραστοι πια, το πόσο ωραίο ήταν και το ξενοδοχείο, με μεγάλο εσωτερικό πάτιο, όμορφη διακόσμηση και ανδαλουσιανή αρχιτεκτονική.
Καταλήξαμε στο κέντρο της πόλης χωρίς μεγάλη δυσκολία, αφού πρώτα είχαμε κάνει μια μεγάλη περιφερειακή βόλτα και είχαμε δει το Monte de la Pena, το βουνό που θυμίζει θλιμμένο προφίλ, ενώ είχαμε την τύχη να πέσουμε πάνω σε ένα γάμο που γινόταν στον καθεδρικό της πόλης.
Εκεί είδαμε και γυναίκες ντυμένες με τις παραδοσιακές ανδαλουσιανές στολές στο ρόλων των παρανύμφων να προβάλουν το ισπανικό ταμπεραμέντο τους, χειρονομώντας και φωνάζοντας δυνατά..
Για να απολαύσουμε την πρώτη μας βραδιά στην Ισπανία, επιλέξαμε να καθίσουμε σε μια όμορφη πλατεία. Με ύφος ξερόλα έκανα τα κουμάντα για το τι θα πίναμε και θα τρώγαμε. Ευτυχώς το αγόρι μου έχει εμπιστοσύνη στον ουρανίσκο μου και με άφησε να διαλέξω ότι ήθελα, πράγμα που θα έκανε και για τις υπόλοιπες ημέρες του ταξιδιού μας επιλέγοντας να παραδοθεί ευχάριστα στα γαστριμαργικά μου γούστα. Μια μικρή τσιγγανούλα εμφανίστηκε και μου πρόσφερε μια γαρδένια στο μίσχο της οποίας είχε μπήξει μια καρφίτσα με μια μικρή πέρλα στην κορυφή της.
Δεν ξέρω αν ήταν η ιδέα μου ή ο ενθουσιασμός για το που και με ποιόν βρισκόμουνα, αλλά νομίζω ότι δεν έχω ξαναμυρίσει στη ζωή μου πιο μαγευτική μυρωδιά.. Η γαρδένια μύριζε όλο το βράδυ στο δωμάτιο μας..
Και εκεί που νόμιζα ότι μετά το λουκούλειο δείπνο και τόσες παγωμένες μπυρίτσες τον είχα εξαντλήσει τον γκομενάκο μου, να σου που μου κάνει την έκπληξη και προτείνει να πάμε και για ποτό. Καταλήξαμε σε ένα bar το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι αλλά άνετα θα μπορούσε να λέγεται “decadence” αφού εκτός από μας είχε μόνο3 άτομα μέσα, με την barwoman included. Κάτσαμε σε μια άκρη του bar και πιάσαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή έγινε σοβαρή. Μαλακία όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αφού ο Βασίλης σε κάποια φάση κοιμήθηκε όρθιος στην καρέκλα την ώρα που υπερασπιζόμουνα με πάθος αυτό που έλεγα. Δεν θυμάμαι τι βέβαια, κουρασμένος και πιωμένος άνθρωπος ήμουν και εγώ, αλλά να τον πάρει ο ύπνος την ώρα που του μιλούσα; Συγκρατώντας εαυτόν όσο μπορούσα, τον ξύπνησα και σύραμε ο ένας τον άλλον στο αμάξι για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, μετά από ένα ήρεμο και κουρασμένο έρωτα, λιποθυμήσαμε στο κρεβάτι και κάπως έτσι τελείωσε το πρώτο μας βράδυ.

3 Αυγούστου 2008, ημέρα Κυριακή
Ξυπνήσαμε με ωραία χουζούρικη διάθεση και αφού υποδεχτήκαμε με τον πιο ζωντανό τρόπο την ημέρα μας, κάναμε ένα ντουζάκι, μαζέψαμε τα πράγματα μας, τράβηξα τον Βασίλη μια αναμνηστική φωτό έξω από το ξενοδοχείο και φύγαμε με προορισμό την Granada.
Μετά από καμιά 200αριά χιλιόμετρα και αρκετό ψάξιμο στο κέντρο, βρήκαμε το ξενοδοχείο μας. Hotel Vincci. Δωμάτιο με δύο κρεβάτια και θέα την Alhambra. Αυτό το θέμα με τα δύο χωριστά κρεβάτια το βρίσκαμε διαρκώς στην πορεία του ταξιδιού μας, ευτυχώς ήταν το μόνο hotel στο οποίο κοιμηθήκαμε έτσι τελικά. Παρακάλεσα τον αδέκαστο προπονητή για λίγη ξεκούραση πριν βγούμε έξω. Χωρίς να μου χαλάσει χατίρι, συναίνεσε και έτσι ρίξαμε ένα σύντομο υπνάκο - και όχι μόνο ;-) και αφού ξεπλύναμε από πάνω μας την κούραση του ταξιδιού πήραμε το αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της πόλης. Δεδομένου ότι το ιστορικό κέντρο αυτής της πόλης είναι μεγάλο, θα έπρεπε να βρούμε να παρκάρουμε εκτός αυτής της περιμέτρου, αφού δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση σε αμάξια εκεί μέσα, εκτός από ταξί και λεωφορεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρκάρουμε το αμάξι μας στην Plaza del Principe, μια όμορφη πλατεία ανατολικά της αραβικής συνοικίας Albaicin και να αρχίσουμε την περιπλάνηση μας με τα πόδια στα δρομάκια του.
Κάπου εκεί μέσα στα στενάκια αυτά, ένας κοντοπίθαρος τσιγγάνος με αστεία φατσούλα που προφανώς δεν ήξερε ούτε αυτός τι είχε πιει έπιασε την γρήγορη ισπανική παρόλα στο Βασίλη ο οποίος φαινόταν ότι το διασκέδαζε πραγματικά, μέχρι που ο τσιγγανάκος αποφάσισε να τον μπατσίσει ανευ λόγου – ευτυχώς χαριτωμένα - στο πρόσωπο. Εκεί σκέφτηκα ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν περίεργα ξαφνικά, διότι δεν ήμασταν και στην καλύτερη γειτονιά της πόλης και τον τράβηξα δυνατά από το μανίκι να φύγουμε αφήνοντας πίσω τον κοντό τσιγγανάκο να μονολογεί απνευστί.
Κατά την περιήγηση μας στα στενά σοκκάκια πέσαμε σε ένα δρόμο που λεγόταν «Calle Beso» δηλαδή «Οδός Φιλί», και φυσικά δεν χάσαμε την ευκαιρία να φιληθούμε και να βγάλουμε τη σχετική φωτό!
Αποφασίσαμε να ψάξουμε να βρούμε το Cafe om Kalsum για το οποίο γνωρίζαμε ότι σερβίρει μαροκινά τάπας, προκειμένου να φάμε κάτι γιατί δεν είχαμε πάρει καν πρωινό, αλλά ψάχνοντας βρεθήκαμε στην Plaza Nueva και καταλήξαμε χωρίς να το καταλάβουμε στη Bodegas Castaneda ένα παραδοσιακό tapas bar με ένα κεφάλι ταύρου να δεσπόζει στο κέντρο του μαγαζιού, χοιρομέρια να κρέμονται από το ταβάνι και εκατοντάδες μπουκάλια κρασιού για να διαλέξεις. Αποφασίσαμε πως - δεν βαριέσαι αδερφέ διακοπές είμαστε - και μπορούμε να διαμορφώσουμε το πρόγραμμα μας κατά το δοκούν, οπότε ξεχάσαμε για λίγο τι ψάχναμε και αδράξαμε της ευκαιρίας να αράξουμε στην όμορφη bodega. Πήραμε την πρώτη μας manzanilla εκεί πέρα και πολύ γρήγορα συνεχίσαμε με την all times classic κατακόκκινη rioja. Ήταν ότι έπρεπε για να σβήσουμε την τρομερή ζέστη που μας έκαιγε και να κατευνάσουμε τα διαμαρτυρόμενα στομάχια μας. Αν δεν έκλεινε το μαγαζί στις 16.00 φοβάμαι ότι θα είχαμε ξεμείνει εκεί και δεν θα είχαμε κάνει ούτε τα μισά από όσα κάναμε στην πορεία εκείνη την μέρα. Εκεί μάθαμε ότι το μαροκινό μαγαζί που ψάχναμε ήταν σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση και φυσικά κλειστό μέχρι τις 20.00 το βράδυ.
Αυτό μας έκανε να αποφασίσουμε να πάμε να δούμε το γνωστό λόφο του Sacromonte που βρίσκεται στην κορυφή της πόλης. Δυστυχώς δεν βρήκαμε ανοιχτή καμιά από τις γνωστές σπηλιές των τσιγγάνων, όμως η όμορφη διαδρομή μας μέσα από τα κατηφορικά φιδωτά δρομάκια άξιζε με το παραπάνω τον κόπο και την ζέστη που μας έπνιγε όσο κατεβαίναμε. Σταματήσαμε σε μια μικρούτσικη bodega με έναν γραφικό ιδιοκτήτη για να πιούμε ένα παγωμένο gazpacho. Ο 65άρης Jose ή κάπως έτσι τέλος πάντων βρήκε στις φάτσες μας το κοινό που έψαχνε μάλλον για εκείνη την ημέρα και άρχισε να μας δίνει συμβουλές ζωής τύπου: «Δεν κάνω ποτέ στους άλλους ότι δεν θέλω να μου κάνουν», «Το μόνο που θέλω από τη ζωή μου είναι να περνάω καλά και όχι να κάνω περισσότερα φράγκα», «Εγώ έχω ήδη δύο γυναίκες εδώ, αλλά αν ζούσα στο Μαρόκο θα είχα πέντε γιατί στις φλέβες μου κυλάει μαυριτανικό αίμα» κοντολογίς, παππούς ήταν bon viver και του αρέσουν του παππού τα ξινά γιαυτό και παραμένει κοτσονάτος και μάτσο έως και τώρα.
Ο Βασίλης στα πλαίσια της ανδρικής ομοψυχίας είχε βρει την χαρά του και τον αποκαλούσε διαρκώς «άρχοντα» και άλλες τέτοιες αηδίες που θεωρώ περιττό να αναφέρω τώρα... Σε κάποια φάση που μπήκα μέσα στο μαγαζί για να πληρώσω ο παππούς άδραξε την ευκαιρία να μου κάνει τα κομπλιμέντα του και να αποσπάσει τεχνηέντως τα στοιχεία μου λέγοντας μου, «Λατρεύω την Ελλάδα και κάποια στιγμή θα έρθω ταξίδι με την γυναίκα μου οπότε θα χρειαστούμε οπωσδήποτε την βοήθεια σου». Ευτυχώς ο καλός μου δεσμεύτηκε να είναι παρών σε περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί γιατί το μάτι του παππού γυάλιζε σαν ψεύτικο..
Και εκεί που νόμιζα ότι αυτό που μας περίμενε ήταν μονάχα η κατηφόρα, έρχεται ο γίγαντας προπονητής και βγάζει πρόγραμμα για το πως να χάσουμε όλα τα κιλάκια που πήραμε την χρονιά που πέρασε, σε μια ημέρα. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην κάνω πίσω σε τίποτα σε αυτές τις διακοπές, το λιγότερο που ήθελα ήταν να του δώσω την ικανοποίηση να με πει "λάπατο", οπότε δέχτηκα να πάρουμε πάλι το δρόμο της ανηφόρας, προκειμένου να πάμε να δούμε ιδίοις όμμασι, ότι βλέπει όποιος κάνει την μαγκιά να ανέβει στον Mirador de San Miguel. Γκρίνιαζα σε όλο τον δρόμο, το ομολογώ, διψούσα σαν δαιμονισμένη, με πονούσανε οι πατούσες μου από τα πάνω-κάτω, ευτυχώς βρήκαμε ένα αραβικό μαγαζί και πήραμε παγωμένο νερό και οκ, αφού φτάσαμε, το βούλωσα, διότι η θέα ήτανε όντως μαγική και από ότι αντιληφθήκαμε από το πλήθος που ήταν μαζεμένο εκεί πάνω, λίγο πριν την δύση μαζεύονταν όλοι εκεί για να δούνε πως κοκκινίζει η Alhambra όταν ο ήλιος δύει. Αφού βγάλαμε τις σχετικές φωτό, αρχίσαμε πάλι να κατεβαίνουμε προς το κέντρο, αυτή τη φορά ευτυχώς οριστικά όπως αποδείχτηκε.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στα σοκκάκια του Albaicin μας τύλιξαν λογιών-λογιών εξωτικά αρώματα. Μπαχαρικά, μεθυστικές μυρωδιές που ανήκουνε σε μια άλλη ήπειρο και θα προκαλούσαν εντύπωση στον οποιονδήποτε τις μύριζε σε μια ευρωπαϊκή πόλη, αν η πόλη αυτή δεν λεγόταν Granada. Τα δρομάκια ήταν γεμάτα από τις λεγόμενες teterias δηλαδή τις μαροκινές τσαγερί που σερβίρανε εκατοντάδες ποικιλίες αρωματικών τσαγιών υπό την συνοδεία ναργιλέ με γεύση φρούτων και εσπεριδοειδών. Φυσικά και δεν θα χάναμε αυτή την εμπειρία με τίποτα. Μπήκαμε σε ένα από αυτά και κάτσαμε σε ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι.
Φευγάτη μουσική, σκιερό το μέρος και αυτό ήταν βάλσαμο για τα εξαντλημένα από την κούραση και την αφόρητη ζέστη κορμιά μας. Παρόλο που θα σκοτώναμε για κάτι παγωμένο εκείνη τη στιγμή, τα ζεστά αφροδισιακά τσάγια που ζητήσαμε λειτούργησαν θεραπευτικά στους οργανισμούς μας και οι τζούρες από τον ναργιλέ μάλλον οξυγόνωσαν όσο έπρεπε τα κεφάλια μας ώστε να έχουν μια γλυκιά ηρεμία και μια εξαιρετική διαύγεια. Βρισκόμασταν σε μια χαλαρή συντροφική διάθεση πράγμα που έβγαλε στην επιφάνεια μια υποθετική κουβέντα για κάποια μελλοντικά σχέδια που αφορούν μια κοινή ζωή κάπου, κάποτε στο εξωτερικό…Ωραία στιγμή.. Ξεχωριστό απόγευμα…
Η ξεκούραση μας όμως είχε πια τελειώσει, είχε έρθει η ώρα να μπει κάτι και στα ευλογημένα μας στομάχια. Πάλι περπάτημα για να βρούμε το ρημαδιασμένο μαροκινό μαγαζί που ψάχναμε όλη μέρα. Μετά από κάποια χιλιόμετρα ποδαρόδρομου ανακαλύψαμε με φρίκη ότι ο μαγαζάτορας δεν ήταν κοροΐδο να καθίσει αυγουστιάτικα στη Granada και είχε βάλει μια ωραιότατη ταμπέλα στην πόρτα όπου μας πληροφορούσε πως θα ήταν διακοπές ως και τις 18 Αυγούστου. Την λύση έδωσε ο δαιμόνιος Βασίλης της ζωής μου. «Θα πάμε να φάμε στην πλατεία που έχουμε αφήσει το αμάξι από το πρωί». Πολύ ωραία ιδέα ομολογουμένως. Απλά αυτό σήμαινε πως έπρεπε να κάνουμε πάλι όλο τον δρόμο που κάναμε προς τα πίσω. Στη σκέψη ότι έτσι και αλλιώς κάποια ώρα θα έπρεπε να τον κάνουμε για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, βάλαμε και οι δύο φτερά στα πόδια και φτάσαμε εκεί τελικά σε πολύ σύντομο χρόνο. Αποφασίσαμε να καθίσουμε σε μία παραδοσιακή όμορφη ταβέρνα η οποία είχε 3 ορόφους. Φυσικά και θα καθόμασταν στην ταράτσα, άλλωστε η θέα απέναντι του 5στερου εκπληκτικά φωτισμένου ξενοδοχείου Alhambra άξιζε τον κόπο. Μετά από ένα μικρό ακόμη καψονάκι για να αποκτήσω σμιλεμένους γλουτούς από τον personal trainer μου, o οποίος με έβαλε να ξανα-ανεβοκατέβω τους 3 ορόφους προφανώς για να κοπεί πάλι στο γέλιο, ήρθε η ώρα της λύτρωσης. Νομίζω ότι από τις καταλυτικότερες στιγμές της ημέρας ήταν αυτή που καθήσαμε επιτέλους στο ξύλινο τραπέζι μας και ήπιαμε μια παγωμένη μοναστηριακή μπύρα συνοδευόμενη από διάφορα πιάτα θαλασσινών.
Εκείνη ήταν και η βραδιά που ξεκινήσαμε τη συνήθεια της βρώσης βραδινών παγωτών. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο εντοπίσαμε το μεγάλο παγωτατζίδικο και αφού γεμίσαμε τα σοκολατένια χωνάκια μας με διάφορες μπάλες που στην σκέψη τους ακόμη και τώρα έχω έντονη σιελόρροια, καθίσαμε σε ένα παγκάκι και καταπίναμε αργά και απολαυστικά όλες τις θερμίδες που είχαμε χάσει κατά τη διάρκεια της μπριζωμένης αυτής ημέρας μας. Σχεδόν αμέσως μόλις επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας τα δύο ταλαίπωρα κορμιά μας χάθηκαν σε έναν ύπνο μακάριο. Το σχεδόν μπαίνει διότι πάντα υπήρχε χώρος – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων - για ένα αξιομνημόνευτο ερωτικό ντελίριο πριν. Α!....και ένα μετά….από ότι θυμάμαι, γιατί κάποιος ενοχλήθηκε και ήρθε και μας χτυπούσε την πόρτα κατά τις 3.00 το πρωί. Τι περιμένεις από ξενοδοχείο που τα περισσότερα δωμάτια του έχουν διπλά κρεβάτια; Ξενέρωτοι Γραναδινοί!

4 Αυγούστου 2008, ημέρα Δευτέρα
Μετά από ένα χορταστικότατο πρωινό γεμάτο, χουζούρεμα, έρωτα και αμερικανικό breakfast αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη Sierra Nevada. Το απόλυτο διαβασμένο μωρό μου, έβαλε στόχο την κατάκτηση της Pico de Veleta με υψόμετρο 3.650 μέτρα και χωρίς καθυστέρηση ντυθήκαμε αναλόγως και ξεκινήσαμε για τον ορεινό μας προορισμό. Ανεβαίναμε διαρκώς σε ένα καταπληκτικό τοπίο και προκαλούσε έκπληξη το γεγονός ότι σε τέτοιο υψόμετρο η βλάστηση ήταν τόσο πυκνή. Μαζί με εμάς που ανεβαίναμε με το αμάξι, ανέβαιναν και καμιά 10αριά ποδηλάτες που τους συναντούσαμε να παίρνουν τις ανάσες τους κατά μήκος της διαδρομής.
Η Sierra Nevada αποτέλεσε μια μεγάλη έκπληξη και για τους δυο μας. Ανεξάρτητα με ότι ξέρεις λίγο πολύ τι περιμένεις να δεις, ήταν τρομερό το πόσο εκπληκτικά οργανωμένο είναι αυτό το μέρος. Είναι μια μικρή πόλη, για τους λάτρεις του σκι. Το απόλυτο χιονοδρομικό θέρετρο. Ανεβήκαμε όσο πιο ψηλά γινόταν με το αμάξι και μετά στα πλαίσια της καθημερινής μου προπόνησης ο γνωστός πια τύρρανος-προπονητής με εξανάγκασε στην ανάβαση ενός λόφου με απώτερο σκοπό όπως δόλια παραδέχτηκε λιγάκι αργότερα την κατάκτηση της κορυφής της Pico de Veleta. Εκεί ήταν που όρθωσα το ανάστημα μου και δήλωσα ότι «Δεν πάω πουθενά παραπάνω ακόμη και αν είναι να με χτυπάς με το σαμπό». Χωρίς να οπισθοχωρήσει επέμενε σαν δαιμονισμένος ότι ήθελε να πάει διότι δεν ήταν δυνατόν να έχουμε φτάσει ως εκεί πάνω και να μην ανέβει την κορυφή του… «Να…κάτσε εσύ εδώ και θα πάω μόνος μου αν δεν θες, σε ένα μισαωράκι θα έχω φτάσει κορυφή..»..Στο μυαλό μου ήδη περνούσαν εικόνες από την tve να τραβάει το ελικόπτερο που θα πήγαινε να μαζέψει τον γκρεμοτσακισμένο. Με τα πολλά τον έψησα να μην πάει – οκ του τα ζάλισα - έχετε δει γυναίκα να θέλει να γίνει το δικό της και να μην το καταφέρνει τελικά;
Αλλά όπως απεδείχθη, ορθώς έπραξα, διότι πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, το τζόβενο έμεινε από γόνατο και αν δεν ήταν τόσο αντράκι πιθανολογώ πως θα ζητούσε να τον υποβαστάξω μέχρι να κατεβούμε στο αμάξι, γιατί η μούρη του όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει μιλούσε από μόνη της …
Το καλύτερο βέβαια για μένα πάντα είναι η αυτοεπιβεβαίωση στο τέλος..το «Στα έλεγα εγώ…όχι έπρεπε να σε αφήσω να πας στο βουνό μόνος σου.. να μείνεις κουτσός….να μην πιάνει το κινητό σου…να φτάσει βράδυ…και να μην ξέρεις τι να κάνεις….να είσαι μόνος σουυυυ»
Η κατάσταση χαλάρωσε όταν κατεβήκαμε και καθήσαμε σε ένα από τα χειμερινά μπαράκια που υπήρχαν στο θέρετρο. Πιάσαμε μια όμορφη γωνία με θέα τα βουνά, αράξαμε σε δύο ξαπλώστρες με ένα μεγάλο παρασόλι από πάνω μας και αρχίσαμε να μετράμε παγωμένες μπύρες και μεζεδάκια.
Αυτή είναι ζωή.. Αγνάντεμα, αγαπούλες, χαλαρή διάθεση…
Αφού ζαλιστήκαμε τόσο ώστε να μας επιτρέπεται να γυρίσουμε αξιοπρεπώς στο ξενοδοχείο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής γιατί είχαμε σκοπό να δούμε και την Alhambra το απόγευμα μαζί με τα άλλα αξιοθέατα της. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο με μια οργιαστικά καλή διάθεση για σεξ και αφού αναστέναξαν πάλι τα διπλά κρεβάτια, πέσαμε να κοιμηθούμε λιγάκι γιατί…τι πρωτότυπο, για μια ακόμη φορά, δεν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου! Ξυπνήσαμε με ξυπνητήρι (!) τραγικό για τις διακοπές το ομολογώ αλλά αναγκαίο στην περίπτωση μας και φύγαμε σφεντόνα για την Alhambra.
Φτάσαμε να παρκάρουμε στο Paseo de los Basilios δίπλα στο ποτάμι και για μια ακόμη φορά το μαζέψαμε ανηφορικά με τα πόδια μέχρι να βρούμε την είσοδο του κάστρου. Περιηγηθήκαμε για ώρες, θαυμάσαμε κήπους -με τη Generalife να κάνει την διαφορά- και παλάτια, τη θέα της Granada από ψηλά, εκπληκτικά σιντριβάνια και εκατοντάδες πολύχρωμα λουλούδια και αφού θεωρήσαμε ότι είχαμε εξαντλήσει πια ότι θα μπορούσαμε να δούμε στο μέρος αυτό, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε με τα πόδια προς το κέντρο προκειμένου να φάμε κάτι. Καταλήξαμε για μια ακόμη φορά στην Plaza Nueva όπου εκεί ουσιαστικά ήταν το κέντρο ζωής την πόλης και αποφασίσαμε να αράξουμε στο μαγαζί ενός Τούρκου που λεγόταν "Το όρος του Νεμπάτ". Λαχματζούν, ντόνερς και γεύσεις δυνατές που σε παρέπεμπαν κατευθείαν στην Ανατολή.. Αλλά πώς να τελειώσει το βράδυ αν δεν πιεις και δεν φας και παγωτάκι ; Ήπιαμε λοιπόν τα ωραία μας tinto verano σε μια πολύ όμορφη μπυραρία ιρλανδέζικου στυλ με νοστιμότατα δωρεάν tapas …και μετά καταλήξαμε στο La Perla που θεωρείτο η πιο παλιά παγωτερί της Granada και φυσικά την τιμήσαμε για τα καλά !
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για να βρούμε το αμάξι μας. Θλιβερό σκηνικό. Θεωρώντας ότι θυμόμουν με απόλυτη ακρίβεια το μέρος που είχαμε παρκάρει, δέχτηκα να στοιχηματίσω να…”σπάω πέτρα” για μία ολόκληρη ώρα!! Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μου άναψες τα φωτάκια του αμαξιού από μακριά για να μου δείξεις πόσο λάχανο με είχες πιάσει.. κοντεύοντας να σκάσεις από τα γέλια. Τι ήττα θεέ μου, λύγισαν τα πόδια μου από την ντροπή, ήθελα να κρεμαστώ στη γέφυρα και να πνιγώ στον ποταμό Darro!
Σε κάθε περίπτωση, έντιμη όπως πάντα, ξεκίνησα την τέλεση του στοιχήματος αμέσως μόλις επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, όπου δώσαμε για μια ακόμη φορά λόγο στο δωμάτιο να έχει δύο κρεβάτια και βυθιστήκαμε σε έναν γλυκό ήρεμο ύπνο ως το επόμενο πρωινό.

5 Αυγούστου 2008, ημέρα Τρίτη
Και να που μας βρίσκει η Τρίτη στο δρόμο για την Σεβίλλη, με πολύ ωραία και χαλαρή διάθεση η οποία έγινε ακόμη καλύτερη μόλις είδαμε το ξενοδοχείο μας όταν φτάσαμε εκεί. Silken Al – Andalus. Ξενοδοχείο παλάτι, με γυάλινα εξωτερικά ασανσέρ, μια τεράστια ηλιοροφή στο κέντρο του και το καλύτερο από όλα, έναν κήπο γεμάτο φοίνικες στο κέντρο του οποίου δέσποζε μια μεγάλη πισίνα. Τα μάτια και των δυο μας άστραψαν από την σκέψη της χαλάρωσης που μας περίμενε επιτέλους εδώ και βιαστήκαμε να ανεβούμε στο δωμάτιο για να ξεκινήσει μια ώρα νωρίτερα η ιστορία μας στη πόλη αυτή. Με το που ξάπλωσα στο king size διπλό κρεβάτι, βιάστηκα να τηλεφωνήσω σε ένα μαγαζί όπου γνώριζα ότι παιζόταν παράσταση φλαμένκο το βράδυ και να μας κάνω μια κράτηση. Κοιμηθήκαμε ακριβώς μια ωρίτσα ίσα-ίσα για να ξανανιώσουμε λιγάκι από το πρωινό ταξίδι μας και στις 15.30 είχαμε αφήσει το ξενοδοχείο για να ανακαλύψουμε τη Σεβίλλη.
Πρώτη μας στάση στο Parque de Maria Luiza όπου για να το δούμε όλο χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση νοικιάσαμε ένα περίεργο αμαξίδιο με δύο τιμόνια, ρόδες ποδηλάτου και μια τέντα κίτρινου χρώματος από πάνω για να προφυλάσσει υποτίθεται από τον αφόρητο ήλιο. Ημουν πολύ χαρούμενη, διότι ανέλαβα να εκτελώ χρέη πιλότου, οδηγώντας το αμαξίδιο εγώ προσωπικά στα στενά μονοπάτια του πάρκου. Ευτυχώς όχι πολύ αργότερα, το κάθαρμα που είχα μαζί μου και με περισσή αθωότητα αποκαλούσα αγόρι μου, μου αποκάλυψε σκασμένο στα γέλια, ότι όση ώρα εγώ έκανα τον μάγκα οδηγό και νόμιζα ότι χειριζόμουν το τιμόνι ο ίδιος στην πραγματικότητα έκανε όλα τα οδηγικά κουμάντα, αφού στην πραγματικότητα είχε βάλει εμένα να καθίσω από την πλευρά αυτού του τιμονιού που ήταν για 11χρονα με πατομπούκαλα και καθυστέρηση.
Εκτιμώντας έστω και αργά την εντιμότητα του, παρέλαβα το σωστό τιμόνι και έτσι συνεχίσαμε την βόλτα μας μέσα στο ατελείωτο πολύχρωμο πάρκο για κάμποση ωρίτσα ακόμη. Ως μοναδικό τρόπο εκδίκησης προτίμησα να φιλήσω έναν όμορφο πολύχρωμο βάτραχο που αποτελούσε μέρος ενός συντριβανιού αντί για τον ίδιο, γεγονός που απαθανατίστηκε μια για πάντα στο φωτογραφικό φακό.
Δεν αργήσαμε να περάσουμε απέναντι στη μοναδική Plaza de Espana ενώ ο υδράργυρος έκανε τα τρελά του και εμείς προσπαθούσαμε να δροσιστούμε με μια γρανίτα λεμόνι από έναν πλανόδιο πωλητή. Ο Βασίλης, άνδρας γαρ, απολάμβανε το γεγονός ότι μπορούσε να πετάξει την μπλούζα του και να μείνει γυμνός από πάνω και εγώ σε μια προσπάθεια να δροσίσω ότι μπορούσα και μετά από παρότρυνση του, μπήκα μέσα στο μεγάλο σιντριβάνι μαζί με άλλους παθώντες και έβρεχα τα ακάλυπτα σημεία μου όσο περισσότερο μπορούσα.
Θεωρήσαμε λογικό να συνεχίσουμε μέσα στο κέντρο της πόλης για κάτι πιο δροσερό και έτσι βρεθήκαμε στην Plaza de Jesus και σε ένα γωνιακό καφέ για να πιούμε ένα ξεδιψαστικό tinto verano. Συνεχίσαμε αγκαλιασμένοι την βόλτα μας στα στενά θεόζεστα δρομάκια της Santa Cruz μέχρι που βρεθήκαμε τυχαία στην Calle Elvira και πέσαμε πάνω στο Casa de las Memorias όπου θα παρακολουθούσαμε την παράσταση φλαμένγκο το βράδυ. Η κούραση μας και η έλλειψη χρόνου μας ανάγκασαν να γυρίσουμε πίσω στο αυτοκίνητο και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας προκειμένου να έχουμε το χρόνο να βουτήξουμε λιγάκι στην πισίνα πριν βγούμε έξω. Με συνοπτικές διαδικασίες πετάξαμε ρούχα και φορέσαμε μαγιό. Σε ελάχιστα λεπτά κολυμπούσαμε μέσα στο γαλάζιο νερό της. Η ώρα που βουτήξαμε ήταν τέλεια. Λίγο πριν σουρουπώσει. Παίζαμε σαν τα μικρά βουτώντας όποιος προλάβαινε τον άλλον μέσα στο νερό μέχρι που εξαντληθήκαμε και από αυτό το παιχνίδι και αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιο μας. Εκεί ξεκινήσαμε ένα παιχνίδι ενηλίκων το οποίο ομολογώ ότι είχε εξαιρετική δράση και υψηλή ταχύτητα παρόλους τους αρχικούς ενδοιασμούς του αγαπημένου μου, τύπου «δεν θα προλάβουμε, αφού με ξέρεις δεν είμαι της ξεπέτας κλπ.». Με τα πολλά κάναμε και το ντουζάκι μας και γίναμε για πρώτη φορά ωραίοι και ευπρεπώς ενδεδυμένοι τύποι, για να πάμε να απολαύσουμε το φλαμένγκο μας.
Ήμασταν στο μικρό αυτό θέατρο, που δεν ήταν παρά από το εσωτερικό πάτιο ενός σπιτιού κατά τις 22.15, αφού πρώτα είχαμε κάνει μια 10λεπτη στάση σε ένα συμπαθέστατο γωνιακό tapas bar για ένα tintaki. Ο μικρός αυτός αίθριος χώρος ήταν γεμάτος από καρέκλες τοποθετημένες κυκλικά σχηματίζοντας τρεις ομόκεντρες σειρές τη μία πίσω από την άλλη. Μπαίνοντας μας δώσανε κάτι χάρτινες βεντάλιες που όπως αποδείχτηκε ήταν σωτήριες αφού η ζέστη μέσα στον μικρό αυτό χώρο ήταν, απλώς ανυπόφορη. Επιλέξαμε να καθίσουμε εκτός κύκλου σε κάτι σκαλάκια σε μια γωνία για να είμαστε πιο δροσερά και να έχουμε καλύτερη θέα. Αφού υπήρξε μια μικρή αναμονή εμφανίστηκαν ένα-ένα τα αστέρια της βραδιάς πρώτα τραγουδώντας και μετά χορεύοντας. Ήταν μια όμορφη παράσταση γεμάτη πάθος και τρομερή εκφραστικότητα φωνών, προσώπων και σωμάτων. Παρόλα αυτά η ζέστη μας είχε τσακίσει και παρακαλούσαμε να τελειώσει επιτέλους το πρόγραμμα για να πάμε κάπου πιο δροσερά. Αποφασίσαμε να ψάξουμε να βρούμε το Rinconcillo, ένα πολύ διάσημο tapas bar που χρονολογούνταν από τον 17ο αιώνα. Δεν μπορώ να περιγράψω τον χρόνο που χρειάστηκε για να περπατήσουμε για να φτάσουμε ως εκεί, ώστε να ανακαλύψουμε για δεύτερη φορά πως την είχαμε πατήσει παταγωδώς και πως το μαγαζί που διακαώς ψάχναμε ήταν κλειστό.
Δεν ήταν μόνο η απογοήτευση και η απόσταση που διανύσαμε μεγάλη, αλλά και η πείνα μας, αφού η ώρα είχε πάει ήδη 1.00 το βράδυ και ήμασταν όλη μέρα νηστικοί. Για καλή/κακή μας τύχη βρήκαμε εκεί κοντά μια πλατεία με δύο-τρία ταβερνάκια μάλλον για αναρχικούς, μια ψιλοχύμα κατάσταση. Αποφασίσαμε να φάμε στο μαγαζί ενός φαφλατά χοντρούλη τύπου που μάλλον μαγείρευε γάτες. Αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Φάγαμε με τα μάτια σχεδόν μισόκλειστα από την ταλαιπωρία, ήπιαμε και κάμποσες μπυρίτσες και αφού γίναμε όπως έπρεπε αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο μας που ήταν αραγμένο κάπου κοντά στη La Rabida. Όταν συνειδητοποιήσαμε πόσο πολύ είχαμε απομακρυνθεί ήταν πλέον αργά και το μόνο που μας έσωσε ήταν μια μεγάλη προσευχή η οποία μας έστειλε ένα ταξί από το πουθενά μπροστά στα πόδια μας, ειδάλλως πιστεύω σθεναρά ότι θα ήμασταν ακόμη εκεί. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής με το αμάξι μας. Ο Βασίλης λύσσαξε να βρει τον δρόμο για την κρεμαστή γέφυρα που είχαμε δει από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στη Σεβίλλη. Έχει ένα κόλλημα με τις γέφυρες αυτό το παιδί είναι αλήθεια. Αφού κάναμε καμιά ώρα και φοβηθήκαμε ότι χαθήκαμε σε τέτοιο βαθμό που σε λίγο θα βλέπαμε τη Μαδρίτη, την βρήκαμε και τη διασχίσαμε και παραδέχομαι ότι ήταν πολύ ωραία τελικά η αίσθηση.
Έλα όμως που εμένα μου είχε κολλήσει πως δεν είχαμε φάει το καθιερωμένο παγωτάκι μας. Ξανά λοιπόν στην περιπέτεια για να βρούμε παγωτατζίδικο ανοιχτό. Δεν υπήρχε το απολύτως τίποτα. Ατελείωτα πάνω-κάτω σε μια καυτή Σεβίλλη με άδειους από ανθρώπινη παρουσία τους κεντρικούς δρόμους της. Μετά από κανένα μισάωρο καταλήξαμε σε ένα μαντρωμένο βενζινάδικο όπου μια ξανθιά κυρία μας πέρασε συνομωτικά σχεδόν, μέσα από ένα πορτάκι, δύο παγωτά με άσπρη σοκολάτα και φράουλα τα οποία και τιμήσαμε ευθύς αμέσως. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος μετά από μία τόσο γεμάτη ημέρα; Ένα ωραιότατο σεξάκι και μετά έναν όμορφο και βαθύ, χαλαρωτικό υπνάκο. Νομίζω ότι η σειρά ήταν κάπως έτσι ή και αντίστροφα γιατί μάλλον κάτι κάνανε οι φράουλες και…εν πάσει περιπτώσει ήταν ένα περιπετειώδες βράδυ…

6 Αυγούστου 2008, ημέρα Τετάρτη
Αποφασίσαμε λοιπόν να το πάμε λάου-λάου εκείνο το πρωινό. Ξυπνήσαμε χαλαρά και κάναμε τα ωραία μας, κατεβήκαμε και απολαύσαμε ένα χορταστικό πρωινό και πήραμε το δρόμο για το κέντρο της πόλης για άλλη μια φορά. Έπρεπε επιτέλους να δούμε τον φημισμένο καθεδρικό ναό και να ανεβούμε στον πολυσυζητημένο μιναρέ Gibralfaro για να έχουμε μια εικόνα της πόλης από το ψηλότερο σημείο της.
Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, θαύμασα εαυτόν ακόμη μια φορά, γιατί ανέβηκα με περισσή άνεση και αντοχή και τους 34 ορόφους που έπρεπε για να φτάσουμε στην κορυφή του. Συνεχίσαμε για λίγο ακόμη την βολτίτσα μας στο κέντρο της πόλης, σταματήσαμε στο Las Teresas ένα tapas bar όμορφο μεν, αδιάφορο από πλευράς tapas και μουσικής δε, ήπιαμε το κατιτίς μας και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο. Πέσαμε πάνω σε ένα Starbucks και καθήσαμε να πιούμε έναν καφέ με την ελπίδα ότι αυτή η κακοδαιμονία του «δεν μπορώ πουθενά να βρω έναν καφέ της προκοπής να ρημαδοπιώ» θα έσπαγε. Φευ και εκεί μυγόφτυμα ήπιαμε χρυσοπληρωμένο κιόλας.
Χεράκι-χεράκι συρθήκαμε ως το αμάξι μες τη ζέστη σαν τα φίδια και φτάνοντας στο ξενοδοχείο είπαμε να δώσουμε μια νότα χλιδής στη μέρα μας και να απολαύσουμε λίγο την πισίνα που ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μας θαυμάσια. Καταλήξαμε στο γρασίδι κάτω από τους φοίνικες – ή μήπως ήταν κοκοφοίνικες ; πάντα τα μπέρδευα αυτά τα δύο – διότι την ίδια φαεινή ιδέα είχε μάλλον και όλο το ξενοδοχείο αφού δεν υπήρχε καρέκλα ούτε για να ακουμπήσεις τον κάλο σου. Ήταν όμορφα και ειδυλλιακά να είσαι με το αγαπάκι σου κάτω από την παχιά σκιά του φοίνικα και να σαλιαρίζεις μετά από ένα δροσερό μπανάκι στην πισίνα. Παρόλα αυτά μετά την 7η επιδρομή μυρμηγκιών θεωρήσαμε πρέπον να πάμε να ξεκουράσουμε τα κορμάκια μας στο δωμάτιο, άλλωστε το πλάνο για εκείνη την μέρα ήταν ξεκούραση και απόλαυση στο μάξιμουμ. Χαλαροί στο κρεβάτι μας, παίξαμε το γιατρό και τη νοσοκόμα, όπως κάνουν μάλλον όλα τα μεγάλα παιδιά όταν βρίσκονται σε ένα γιγάντιο κρεβάτι και κοιμηθήκαμε μέχρι να ξυπνήσουμε πάλι το απόγευμα για να ξαναπάμε στην πισίνα για μια επανάληψη χαλάρωσης και βουτιών!
Επιστρέψαμε πραγματικά σε πολύ ωραία διάθεση, ντυθήκαμε, αρωματιστήκαμε και βγήκαμε έξω. Εκείνη τη βραδιά θα γνωρίζαμε την άλλη πλευρά της πόλης που απλώνεται, πίσω από τα νερά του ξακουστού Guadalquivir. Τη θρυλική, γραφικότατη Triana. Είχα στήσει ήδη στο νου μου το μισό βράδυ, αφού ήθελα να πάμε σε ένα πανέμορφο μαγαζάκι για φαγητό που ήταν ακριβώς μπροστά στα νερά του ποταμού και το οποίο μου είχε μείνει απωθημένο από την τελευταία φορά που ήμουνα στη Σεβίλλη. To Kiosko de las Flores. Αφού κάναμε μια σύντομη περιήγηση στα όμορφα στενά δρομάκια της Triana που ήταν γεμάτη από σπίτια με εσωτερικά αίθρια και αυτά τα χαρακτηριστικά γαλάζια πλακάκια να κοσμούν οτιδήποτε χρειάζεται επίστρωση, καταλήξαμε στο μαγαζί που ψάχναμε.
Ήταν μια πολύ γλυκιά ζεστή βραδιά, έδυε πανέμορφα και εγώ ήμουνα εκεί με το μωρό μου να πίνουμε παγωμένο κρασί στις όχθες του χιλιοτραγουδισμένου αυτού ποταμού.. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Οίνος ευφραίνει καρδίαν λένε αλλά λύνει και γλώσσες και ίσως κάποιες φορές ανοίγει κουβέντες που δεν είναι οι κατάλληλες για μία τέτοια ειδυλλιακή στιγμή…Αφού αναλωθήκαμε για κάμποσο σε μια συζήτηση σχετικά με το κοινό μας μέλλον μάλλον ακατάλληλη για τη στιγμή εκείνη, αποχωρήσαμε αγκαλιασμένοι από το μαγαζί, υποβαστάζοντας πρακτικά ο ένας τον άλλον αφού είχαμε γεμίσει τα κεφαλάκια μας κάτι παραπάνω από αρκετά, με το διαβολεμένο εκείνο κρασί..
Περάσαμε την γέφυρα και καταλήξαμε πάλι στην άλλη πλευρά της πόλης, περπατώντας αγκαλιασμένοι…αργά-αργά στις όχθες του ποταμού, σταματώντας που και που για να απολαύσουμε ο ένας τον άλλον… ώσπου σταθήκαμε σε μια πέτρινη πεζούλα που έβλεπε στο νερό για να κάνουμε ένα τσιγάρο. Καθίσαμε πάνω της και ο Βασίλης ξάπλωσε στα πόδια μου.
Τα φωτάκια από τα μπαράκια της απέναντι όχθης λαμπύριζαν μέσα στο νερό και μαζί με αυτά, τα φωτάκια από τα ποταμόπλοια που ήταν δεμένα στις όχθες του Guadalquivir. Το σκηνικό ήταν μαγικό και όση ώρα το θαύμαζα, χάιδευα γλυκά το πρόσωπο του αγαπημένου μου που είχε χαλαρώσει σε τέτοιο βαθμό που δεν άργησε να αποκοιμηθεί για ελάχιστο έτσι όπως ήτανε..
Τον ξύπνησα, γιατί αν παραμέναμε εκεί σίγουρα θα έπαιρνε και εμένα ο ύπνος και περάσαμε πάλι την γέφυρα για να πάμε να πιούμε κανένα ποτάκι στα μπαράκια που βλέπαμε πριν από μακριά. Όμορφη, ζωντανή περιοχή, γεμάτη νέο κόσμο. Κάτσαμε σε μια γωνία σε ένα πέτρινο φαρδύ παγκάκι και απολαύσαμε τα tintakia μας και την πανέμορφη βραδιά όσο ακόμη μας κρατούσαν τα πόδια μας. Κάνω μια παρένθεση για να συμπληρώσω ότι το καθιερωμένο παγωτό μας το είχαμε φάει από νωρίς, υπό μορφή τούρτας, στο Kiosko de las Flores που ήμασταν. Όχι θα σπάγαμε το έθιμο!.
Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω πολλές μνήμες από το πώς ακριβώς γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και σε τι κατάσταση αλλά είμαι σίγουρη ότι πάλι παίξαμε «Γενικό Νοσοκομείο» διότι ο οίνος είχε πολύ καλή συμπεριφορά απέναντι και στους δυo μας, άσε που δε νομίζω να αποτελούμε εξαίρεση από τον γενικό κανόνα των ανθρώπων όταν πίνουνε…

7 Αυγούστου 2008, ημέρα Πέμπτη
Και να που ήρθε η μέρα να αφήσουμε την ενδοχώρα και να προχωρήσουμε στη φημισμένη Ακτή του Ηλίου. Μετά το τελευταίο μας πρωινό στο εκπληκτικό αυτό ξενοδοχείο – και αν κρίνω από τον αριθμό των Ελλήνων που είδαμε στο πρωινό καλύτερα που ήταν το τελευταίο τελικά – μαζέψαμε γοργά-γοργά τα μπογαλάκια μας και τα τσιγγανάκια πήρανε για άλλη μια φορά τον δρόμο. Για Algeciras αυτή τη φορά. Το ταξίδι ήταν όμορφο και ξεκούραστο. Φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε στον προορισμό μας και βιαστήκαμε να αφήσουμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο μας, το Al Mar, ώστε να συνεχίσουμε για Gibraltar. Εκεί φάγαμε την πρώτη πατάτα της ημέρας. Πως λέμε από δήμαρχος κλητήρας; Ένα τέτοιο πράγμα.
Ένα ξενοδοχείο φάτσα στο λιμάνι, στην καρδιά του πολύβουου κέντρου, με κακιά κοψιά και όπως αποδείχτηκε ακόμη πιο άσχημα δωμάτια. Όταν ανεβήκαμε επάνω να δούμε ποιο ήταν το δικό μας ένιωσα το κρανίο μου να βουίζει από τα νεύρα λες και είχε σκάσει μέσα του σφηκοφωλιά. Ήμουν σίγουρη πως ήμουνα στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.
Αποφασίσαμε με ωραίο και ευγενικό τρόπο να ζητήσουμε αλλαγή δωματίου, άλλωστε αυτό που μας δίνανε ήταν με δύο κρεβάτια και πως θα κοιμόμασταν αν όχι αγκαλίτσα σε ένα οι δυο μας, τώρα που είχαμε τόσο συνηθίσει να πλέκουμε ποδαράκια στον ύπνο και να κάνω εγώ το στήθος του μαξιλάρι;
Ο ηλικιωμένος παχουλός ρεσεψιονίστ με τα γυαλάκια μας διαβεβαίωσε πως θα έκανε ότι μπορούσε για αυτό και χωρίς να χρονοτριβούμε άλλο αφήσαμε τα πράγματα μας σε ένα μικρό γραφειάκι όπως μας υπέδειξε και πήραμε το αμάξι να φύγουμε γιατί ο χρόνος κυλούσε επικίνδυνα γρήγορα εκείνη τη μέρα. Όπως αποδείχτηκε, με εξαίρεση το Europa Point στο οποίο άξιζε κανείς να πάει για να θαυμάσει το στενό του Γιβραλτάρ και τον τρόπο με τον οποίο αγκαλιάζεται σχεδόν η Ευρώπη με την Αφρική, όλη η άλλη φάση ήταν μια πολύβουη παπαριά γεμάτη τουρίστες, στην πλειοψηφία τους ξεπλυμένους φακιδιάρηδες Βρετανούς που ήταν ξεχυμένοι παντού και επιδίδονταν σε καταναλωτικό όργιο, μιας που το μέρος φημίζεται για τα Tax free είδη του. Ευτυχώς σύντομα καταλάβαμε ότι δεν ήταν μέρος για μας αυτό και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, δυστυχώς όχι χωρίς εκπλήξεις. Ένας θηριώδης Βρετανός τροχομπάτσος μας σταμάτησε γιατί δεν φορούσαμε ζώνες και αφού μας πήρε στοιχεία και τα σχετικά μας άφησε ελεύθερους. Από ότι εκτιμήσαμε αργότερα, αφού περάσαμε ανενόχλητοι τα σύνορα, ήταν εκφοβισμός του κώλου.
Συνεχίσαμε για Tarifa προς αναζήτηση μιας ωραίας παραλίας για να κολυμπήσουμε επιτέλους. Και τη βρήκαμε. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Βασίλης μετά από το πρώτο σοκ…αυτή δεν ήταν απλά παραλία, αυτή ήταν η Coppa Cabana. Δεν αργήσαμε να πετάξουμε τα ρούχα που μας βάραιναν και να κάνουμε το απολαυστικότερο ίσως μπάνιο όλων των διακοπών μας στον ωκεανό. Λευκή ψιλή ατελείωτη άμμος, αφρικανικός ήλιος και όλο χάρη κύματα που σκάγανε έχοντας μέσα τους εμάς να παίζουμε σαν 5χρονα μαζί τους. Ατελείωτες βουτιές, έρωτας και γέλιο…Αν δεν είναι αυτή η επιτομή των διακοπών αναρωτιέμαι τελικά ποια είναι…
Όπως είναι γνωστό η θάλασσα ανοίγει την όρεξη και δεν θέλαμε και πολύ για να καταλήξουμε στο κέντρο της πόλης για να βρούμε κάτι να βάλουμε σε αυτά τα στεγνωμένα στομάχια. Καταλήξαμε στην αδυναμία μου το Café Central, ένα παλαιό καφέ-ρεστό που βρίσκεται στο πιο περατζάδικο σημείο της Ταρίφα. Εκεί απολαύσαμε εκτός από το διαρκές σούρτα-φέρτα του κόσμου, μια σειρά από γευστικότατες βαρελίσιες μπύρες και μια παέγια θαλασσινών. Τα έμπειρα πια μάτια μας, εντόπισαν με ευκολία το παγωτατζίδικο απέναντι όπου θα συνεχίζαμε για να φάμε το καθιερωμένο μας παγωτάκι. Δεν θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου μιας ηλικιωμένης όμορφης ισπανίδας που μας παρατηρούσε χαμογελώντας ενόσω διαλέγαμε γεύσεις. Δεν άργησε να πάρει το θάρρος και να μου πει στα ισπανικά «Τι ωραία που είστε.. φαίνεστε σαν πιτσουνάκια…Δείχνετε τόσο ερωτευμένοι»… «Μα είμαστε..» της απάντησε ο Βασίλης όταν του εξήγησα τι ακριβώς μας είπε στα ισπανικά και είμαι σίγουρη ότι τα μάτια μου εκείνη τη στιγμή έλαμπαν το ίδιο με τα δικά του…
Όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε βόλτα για να δούμε το κέντρο ανακαλύψαμε όλη την ομορφιά του μέρους αυτού. Υπέροχο. Σαν ελληνικό νησί. Γεμάτο κόσμο, φωνές, μπαράκια στα πλακόστρωτα καλντερίμια του. Επίσης ανακαλύψαμε πόσο εύκολο είναι όταν έχεις πιει κάτι παραπάνω να βγεις στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησες και μέχρι να το συνειδητοποιήσεις να νομίζεις ότι ανακάλυψες άλλον έναν τρομερά κεντρικό δρόμο που ούτε που υποψιαζόσουνα ότι υπάρχει ως εκείνη τη στιγμή.
Με την κούραση να βαραίνει ήδη τους ώμους μας επιστρέψαμε στο αμάξι με σκοπό να γυρίσουμε χωρίς άλλη καθυστέρηση στο ξενοδοχείο. Αλλωστε λείπαμε όλη μέρα και ήταν πιθανόν να είχανε δώσει σε άλλους το δωμάτιο μας σκεπτόμενοι ότι ξεμείναμε κάπου στο Γιβραλτάρ ίσως για εκείνο το βράδυ.
Όταν όμως η φύση σου είναι λαίμαργη, μάλλον δύσκολα μπαίνει τελεία. Ζωντανή απόδειξη αυτού είναι το ότι παρ’όλη την εξάντληση μας στο δρόμο για το ξενοδοχείο μας στο Αλγεθίρας, η ματιά μας έπιασε ένα κατηφορικό δρομάκι που υποθέσαμε ότι οδηγούσε σε κάποιο κεντρικό σημείο με μπαράκια για το οποίο μας είχανε μιλήσει νωρίτερα εκείνο το πρωινό.
Μπορεί τελικά μπαράκια να μην βρήκαμε, βγήκαμε όμως σε μια ονειρεμένη παραλία όπου και αράξαμε για καμία ωρίτσα ακόμη. Πλήρως εξοπλισμένοι, στρώσαμε κάτω την πετσέτα μας και αφού ο Βασίλης τόλμησε και ένα βραδινό μπανάκι στην ήρεμη θάλασσα κάτω από τον έναστρο λαμπρό ουρανό, ξαπλώσαμε να μετρήσουμε τα αστέρια που απλώνονταν κατά χιλιάδες πάνω από τα κεφάλια μας. Υπήρχε πολύ ρομάντζο στην ατμόσφαιρα, πολύ τρυφερότητα, πολύ λαγνεία, που αποτυπώθηκε και για πρώτη φορά στην ψηφιακή μας μηχανή και γενικώς φάνταζε μια πολύ ιδιαίτερη βραδιά. Επιστέψαμε στο ξενοδοχείο, αποκαμωμένοι μα τόσο γεμάτοι…Το κερασάκι στην τούρτα μπήκε όταν ήρθε η ώρα να δούμε το δωμάτιο που μας είχανε δώσει τελικά.
Και εκεί μου ήρθε ο συλλογισμός του πόσο ανατρεπτική μπορεί να αποδειχτεί τελικά μια μέρα που ξεκίνησε άσχημα. Ο καλός κυριούλης της ρεσεψιόν είχε φροντίσει να μας διαθέσουν εν τέλει μια από τις σουίτες του ξενοδοχείου με θέα στο λιμάνι και φυσικά δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Κάναμε ένα υπέροχο ευεργετικό ντουζάκι μαζί για να διώξουμε την απίστευτη κούραση και το όμορφο βράδι συνεχίστηκε με έναν μοναδικό έρωτα στο μεγάλο μαλακό κρεβάτι.
Ξύπνησα από τον ήλιο που έμπαινε στο δωμάτιο κατά τις 6.00 το πρωί. Ο Βασίλης κοιμότανε στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει το βράδυ. Ο ορισμός της εξάντλησης. Σύρθηκα αργά ως το γιγάντιο παράθυρο. Τα φωτάκια της πόλης άρχισαν να σβήνουν αργά-αργά και το λιμάνι ξεκινούσε να αποκτά κίνηση και να γεμίζει φωνές. Απέναντι το μάτι διέκρινε καθαρά την Αφρική. Έστριψα ένα τσιγάρο και τράβηξα την πρώτη τζούρα της ημέρας εκείνης. Είμαστε σχεδόν στα μισά των διακοπών μας, σκέφτηκα. Τι άλλο μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι είναι η ευτυχία αν όχι το να παρατηρεί τον έρωτα της ζωής του να κοιμάται μακάρια την ώρα που αντικρίζει τον ήλιο να σκάει πίσω από την πιο θερμή ήπειρο του κόσμου;
Έπεσα στο κρεβάτι, τον αγκάλιασα από πίσω και ευχήθηκα να πάγωνε ο χρόνος σε εκείνη τη στιγμή. Ξύπνησε λίγο μετά για να μου χαρίσει ένα από αυτά τα λατρεμένα χουζούρικα βλέμματά του. Μπορεί να μην ήταν ικανός να μιλήσει ακόμη αλλά σίγουρα μπορεί να «επικοινωνήσει» με το στόμα του σκέφτηκα και χαμογέλασα όταν δάγκωσε γλυκά τα χείλια μου και συνέχισε ψάχνοντας να βρει που διάολο είχε πάει και κρύφτηκε για μια ακόμη φορά το στραβό δοντάκι που κουβαλάω…

8 Αυγούστου 2008, ημέρα Παρασκευή
Και να που είχε ξημερώσει η μέρα που θα κατηφορίζαμε προς Malaga. Τα μαζέψαμε γρήγορα και πήραμε τον παράκτιο δρόμο της φλεγόμενης από την καλοκαιρινή ζέστη Costa del Sol. Πρώτη μας στάση το Sotogrande. Ποίημα. Μια ατελείωτη δασώδης έκταση που προφανώς απευθύνεται σε παχυλά πορτοφόλια. Εικόνες από γονείς που εκπαίδευαν τα παιδιά τους σε λογιών-λογιών αθλοπαιδιές μέσα στον ζεστό ανδαλουσιανό ήλιο ήταν αυτές που μας κάνανε την μεγαλύτερη εντύπωση. «Ωραία θα ήτανε να ερχόμασταν εδώ κάποια στιγμή με τον μικρούλη», μονολόγησε. Χαμογέλασα. Το ήξερα ότι μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου, σκέφτηκα.
Η πρώτη μας στάση έγινε σε ένα chiringuito στην πόλη Estepona. Tinto verano για να ανοίξει το μάτι μας και μετά μπανάκι με θέα το Gibraltar. Marbella-Puerto Banus κλπ. η προσπάθεια στάθμευσης για μπάνιο αποδείχτηκε ένα μεγάλο φιάσκο. Ούτε θέση για ποδήλατο δεν υπήρχε. Καταλήξαμε να κάνουμε μπάνιο σε μια παραλία την οποία συγκριτικά με ότι είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή την θεωρήσαμε τουλάχιστον δεύτερη και για αυτό δεν μείναμε και πολύ ώρα. Λίγο αργότερα και λίγο πριν μπούμε Μάλαγα κάναμε μια στάση και φάγαμε δίπλα στο κύμα στην παραθαλάσσια Fuengirola.
Ο Βασίλης μετρούσε ήδη τις αντοχές του. Η κίνηση και η ταλαιπωρία του είχαν κάνει τα νεύρα χορδές που ήταν έτοιμες να σπάσουνε. Τελευταία φορά διακοπές με αμάξι, υποσχεθήκαμε και οι δύο. Του χρόνου Σικελία με την μηχανή μας.
Φτάσαμε μέσα στην απίστευτη ζέστη στην Μάλαγα. Σχεδόν αμίλητοι. Σαν μαλωμένοι. Πέσαμε στο κρεβάτι του συμπαθέστατου ξενοδοχείου IBIS ξέπνοοι. Αγκαλιαστήκαμε και κοιμηθήκαμε αμέσως. Ξυπνήσαμε με πιο ήρεμη διάθεση και αγαπηθήκαμε για να την κάνουμε ακόμη καλύτερη. Έχοντας εκτονωθεί όσο έπρεπε και όσο ο χρόνος επέτρεπε ξεκινήσαμε για το κέντρο της πόλης.
Διαπιστώσαμε ότι το ξενοδοχείο μας βρισκόταν σε καταπληκτικό σημείο, δίπλα σχεδόν από τον καθεδρικό ναό και συνεχίσαμε την βόλτα μας στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Αφού βολτάραμε αρκετά, στην Calle Larios, το Paseo Maritimo, την Plaza de la Constitucion και την Plaza de la Merced, βρεθήκαμε έξω από το Pimpi ένα πασίγνωστο αυθεντικό tapas bar με δαιδαλώδη δωματιάκια στο οποίο παρόλο που θέλαμε να καθίσουμε, το αποφύγαμε τελικά λόγω της υπερβολικής ζέστης. Έτσι συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι που βρεθήκαμε σε μια συμπαθητική πλατεία και ένα bar που έμοιαζε να διαφέρει στο ύφος από τα άλλα που είχαμε δει ως εκείνη τη στιγμή. Όπως διαπιστώσαμε λίγο αργότερα ήταν ιταλικό και λεγόταν “El laboratorio”. Εκεί ήπιαμε κάποια απολαυστικότατα tinto και δοκιμάσαμε tapas από ιταλική κουζίνα. Χαλαρώσαμε όμορφα και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Τώρα που το σκέφτομαι πρέπει να ήταν η μοναδική βραδιά που δεν φάγαμε το καθιερωμένο παγωτό μας. Ξαπλώσαμε, είδαμε λιγάκι ολυμπιακούς στη δορυφορική τηλεόραση και κοιμηθήκαμε σε λιγότερο από 13 δευτερόλεπτα.

9 Αυγούστου 2008, ημέρα Σάββατο

Χουζουρέψαμε για κάμποσο στο κρεβάτι. Έτσι και αλλιώς σήμερα ήταν η τελευταία μέρα των διακοπών μας στην Ισπανία και είπαμε να την πάρουμε χαλαρά. Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε στην αγορά της πόλης γιατί ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχαμε να πάρουμε κάποια δωράκια για τους δικούς μας. Είχαμε ξεχάσει ολωσδιόλου ότι ήταν Σάββατο και όπως στην Ελλάδα επίσης τα περισσότερα μαγαζιά και εκεί θα ήταν κλειστά. Ο Βασίλης ήταν χαλαρός, διότι είχε την προνοητικότητα να ψωνίσει σχεδόν τα πάντα από τις προηγούμενες πόλεις που είχαμε περάσει. Εγώ τι θα έκανα που θα με σταύρωνε η αδερφή αν δεν της πήγαινα τα συγκεκριμένα σκουλαρίκια τα οποία της είχα υποσχεθεί ; Τα σκουλαρίκια γίνανε στόχος, γυρνούσαμε όλη την αγορά και σταματούσαμε σε κάθε μαγαζί που μπορεί να τα είχε κάπου, έστω και αθέατα και ρωτούσα. Τζίφος. Μετά από κανα 2ωρο περπάτημα και αφού περπατούσα πια με το κεφάλι σκυφτό σκεφτόμενη μήπως θα’ταν καλύτερα να ρίξω εγώ τριμμένο γυαλί στο γάλα μου και να αυτοκτονήσω αντί να πεθάνω δια βασανισμού, το γλυκό μου αγόρι εντοπίζει ένα μαγαζί που έδειχνε «πιθανό». Μπήκαμε μέσα επιφυλακτικά. Και τότε την είδα.
Μια τεράστια τάβλα με δεκάδες σκουλαρίκια στο ύφος και την τιμή που έψαχνα. Τα μάτια μου είμαι σίγουρη ότι πρέπει να κάνανε όπως κάνουν τα μάτια των καρτούν στα κινούμενα σχέδια. Ανήμπορη να εκφραστώ ευπρεπώς από το σοκ, ψέλλισα στην αγάπη «Βασίλη…σώθκαμε». Αυτή υπήρξε η ατάκα των διακοπών μας, υποστηρίζει ως και τώρα.
Αφού είχαμε λύσει πια, το θέμα με τα δώρα και τις τελευταίες αγορές, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε και λίγο χρόνο για μας. Κάτσαμε λοιπόν να ξαποστάσουμε για άλλη μια φορά στο ιταλικό baraki που μας άρεσε τόσο και αφού ζεστάναμε τις καρδιές μας για άλλη μια φορά με γλυκόπιοτο κόκκινο κρασί, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο με τη διάθεση στο μάξιμουμ. Ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα ντουζάκι και κάπου εκεί θύμισα στον έρωτα ότι στο ντους δεν είχαμε παίξει ποτέ γιατρούς, εργαλειοδότριες και τα τοιαύτα. Δεν μπορώ να πω, το αγόρι μου ακολουθεί πάντοτε ότι προτείνω και ομολογώ ότι αυτό ήταν το πιο επεισοδιακό μας παιχνίδι αν αναλογιστεί κανείς ότι μάλλον αντί για γιατρούς κάναμε τους ακροβάτες αφού καταλήξαμε στο τέλος με θλάση γάμπας εγώ και με θλάση στο γόνατο ο ίδιος.
Κράτα με να σε κρατώ, ντυθήκαμε και φτάσαμε στο αμάξι με στόχο να πάμε προς τη Nerja το λεγόμενο «μπαλκόνι της Ευρώπης», προκειμένου να κάνουμε το τελευταίο μας μπάνιο εκεί.
Μετά από μια δίωρη σχεδόν περιπέτεια, βρήκαμε τον σωστό αυτοκινητόδρομο για τον προορισμό μας και βρεθήκαμε να σουλατσάρουμε στο όμορφο κέντρο της πόλης. Φτάνοντας στο λεγόμενο «μπαλκόνι» ο αέρας ήταν ποτισμένος με ένα απίστευτο άρωμα από χίλια λες λουλούδια μαζί.. Ψάχναμε να βρούμε σε ποιο τρομερό άνθος μπορεί ανήκει αυτό το εκπληκτικό άρωμα για να ανακαλύψουμε ότι αυτό ήταν ένα άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι αμαξάδες για να διώχνει την μυρωδιά από τα άλογα που ήταν «ντανιασμένα» εκεί προκειμένου να ικανοποιούν την διάθεση των τουριστών για βόλτα με άμαξα στο κέντρο.
Θαυμάζοντας τη θέα από εκεί ψηλά, θυμήθηκα ότι και την πρώτη φορά που είχα πάει μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι όλη η περιοχή πιάνει μπούζι. Μια αραχνούφαντη θολούρα που έδινε κάτι μυστηριακό στο τοπίο. Δεν θύμιζε σε τίποτα Αύγουστο. Κατεβήκαμε από κάτι πλαϊνά σκαλάκια σε έναν μικρό γραφικό κολπίσκο για να κολυμπήσουμε. Ο ήλιος είχε πέσει ήδη. Βουτήξαμε στο νερό και αφεθήκαμε στον ήρεμο παφλασμό των κυμάτων. Άρχισα να νιώθω περίεργα. Είχα την αίσθηση ότι το μπούζι μου θόλωνε την όραση αλλά μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Ένιωθα τη θλίψη για όλο αυτό το σπουδαίο, υπέροχο που είχαμε περάσει και που καταλάβαινα ότι τελείωνε απόψε, να με πνίγει.
Βγήκαμε και καθήσαμε στην πετσέτα μας. Τα κορμιά μας ακουμπούσαν το ένα με το άλλο αλλά δεν ανταλλάξουμε ούτε λέξη εκείνες τις στιγμές.
Ο καθένας κρατούσε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, χωρίς να πούμε τίποτα. Τι να πεις άλλωστε ; Ήξερε…ήξερα…Ούτε να κοιταχτούμε δεν υπήρχε λόγος. …Ότι ένιωθα το ένιωθε… Τελευταία βραδιά.
Σηκωθήκαμε αργά και βαρύθυμα να ντυθούμε. Μόλις βγήκαμε επάνω, στην ψυχή της πόλης, τα σώματα μας ξύπνησαν και άρχισαν πάλι να λειτουργούν φυσιολογικά. Μόνο τα φιλιά μας ήταν πιο βαθιά, οι αγκαλιές μας πιο δυνατές.
Σταματήσαμε σε ένα κατηφορικό tapas bar για να πιούμε κάτι. Μου φάνηκε τόσο αδιάφορο το μέρος. Λίγο παραπάνω βρήκαμε μια ταβέρνα «Zorba the Greek”, «tzatziki”, “kolokythokeftedes”, “sarmadakia”. Κοιταχτήκαμε με έκπληξη. Έλληνας, το αφεντικό είπαμε. Πάμε να τον γνωρίσουμε. Μπήκαμε στο μαγαζί και τον ζητήσαμε. Μια ξανθιά ταλαιπωρημένη ισπανίδα σερβιτόρα, μας σφύριξε ότι το αφεντικό καμία σχέση με την Ελλάδα δεν έχει απλά ήταν ένας έξυπνος Ισπανός που είπε να ανοίξει ελληνικό ρεστό, πού; Στη Νέρχα! Ωραίος ο τύπος.
Κατηφορίσαμε από εκεί για να πάμε να φάμε παγωτάκι. Πήραμε τα ξέχειλα κυπελάκια μας και σαν μικρά μαθητούδια καθήσαμε σε μια τσιμεντένια στρογγυλή πεζούλα να τα απολαύσουμε. Ηρθε η ώρα να επιστρέψουμε στη Μάλαγα. Ήμασταν κουρασμένοι σε τέτοιο βαθμό που το ταξίδι μας φάνηκε ατελείωτο. Ο Βασίλης σχεδόν κοιμόταν στο αμάξι και θυμάμαι να του τσιμπάω το πόδι σε μια προσπάθεια να τον κρατήσω ξυπνητό μέχρι να φτάσουμε. Ευτυχώς κάποια στιγμή μπήκαμε στο κέντρο. Κατευθυνθήκαμε στο ξενοδοχείο. Ξαπλώσαμε αγκαλιά και κλείσαμε τα μάτια για να μας λυτρώσει από την κούραση και τη γλυκιά θλίψη ο ευεργέτης ύπνος. Ξημέρωσε.

10 Αυγούστου 2008, ημέρα Κυριακή
Πολύ λίγα θυμάμαι από την μέρα της επιστροφής. Δεν υπάρχει και τίποτα σπουδαίο βέβαια να θυμάσαι, όταν κάτι τελειώνει . Πήραμε πρωινό, παραδώσαμε κλειδιά στο ξενοδοχείο, παραδώσαμε το αμάξι στην εταιρία, φτάσαμε στο αεροδρόμιο, πήραμε την πτήση για το Μιλάνο, φτάσαμε οριακά χρονικά, τρέχαμε σαν τους χαζούς να προλάβουμε την επιβίβαση, άλλαξε η πύλη μας τελευταία στιγμή, ξανατρέχαμε στην άλλη άκρη του αεροδρομίου.. Με τα πολλά κάποια στιγμή σχεδόν χωρίς ανάσα, μπήκαμε στο αεροπλάνο και αφεθήκαμε εξαντλημένοι στο ταξίδι της επιστροφής.
Φτάσαμε Ελλάδα όπως ήταν προγραμματισμένο κατά τις 21.00, μαζέψαμε το αμάξι μας από εκεί που το είχαμε αφήσει και οδηγήσαμε μέχρι την πόλη μου φανερά κουρασμένοι. Όταν φτάσαμε σπίτι κάναμε ένα χαλαρωτικό μπανάκι εγώ έβαλα τα σχετικά πλυντήρια και μας έφτιαξα 2 μοχίτος για το καλωσόρισμα. Αράξαμε στη βεράντα μας και κάναμε έναν γρήγορο απολογισμό των διακοπών μας. Πριν τελειώσει όλη η αφήγηση, είχαμε ήδη νιώσει νοσταλγία. Μπήκαμε στο σπίτι και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα μας. Κάναμε έρωτα πολύ ώρα, με κάθε τρόπο. Τρυφερά, λαίμαργα, παθιασμένα. Σαν να θέλαμε να σφραγίσουμε με αυτόν τον τρόπο όλα όσα ζήσαμε εκεί. Να κλείσουμε το πακέτο με τις αναμνήσεις μας με το πιο ηδονικό βουλοκέρι.
Ευτυχώς το αύριο μας, σηματοδοτούσε μια μικρή παράταση των διακοπών μας. Δεν θα κρατούσε πολύ αυτή η παράταση, αλλά θα έδινε μια πιο προσωπική νότα στις διακοπές μας…

11-14 Αυγούστου 2008
Τον παρέσυρα – με ευκολία ευτυχώς – να έρθει μαζί μου, στο αγαπημένο μου χωριό…Πήγαμε με τη μηχανή.. Η διαδρομή ήταν απόλαυση.. Το συναίσθημα, ότι πηγαίνω με τον άνθρωπο που αγαπώ, στο μέρος που αγαπώ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, απλά απερίγραπτο…
Τι να πρωτοθυμηθώ ; Τις βόλτες μας στους υπέροχους δασικούς δρόμους γεμάτους αρώματα από τα έλατα και τα ρόμπολα;
Την εκδρομή μας στο φαράγγι; Την προσπάθεια που καταβάλαμε να περάσουμε τους απότομους βράχους για να βρεθούμε μπροστά στην έκπληξη της κρυστάλλινης βάθρας που αποτέλεσε το προσωπικό μας υδρομασάζ για τις επόμενες ώρες ;
Τον ατελείωτο έρωτά μας μέσα στο νερό;
Τους καταρράκτες που συναντήσαμε στην επόμενη εκδρομή μας ; Κολύμπι στους μείον πόσους ακριβώς ;
Το ότι στριμωχνόμασταν κάθε βράδυ σε ένα μονό κρεβάτι και κοιμόμασταν όσο πιο σφιχτά είναι δυνατόν να κοιμηθούνε δυο κορμιά, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις που τελειώνει το σώμα του ενός και που αρχίζει του άλλου…
Το ότι καθόμασταν στην βεράντα και βλέπαμε το φεγγάρι να γεμίζει και γνωρίζοντας ότι ο χρόνος τελειώνει δεν υπήρχαν λόγια να βγούνε…απλά κοιταζόμασταν.. και αυτό έφτανε για να τα πούμε όλα..
Τόση η τρέλα, τόση η αγάπη και ο έρωτας και η θλίψη που οι όμορφες μέρες είχαν τελειώσει και τώρα το μόνο που θα έμενε να συντηρεί το χειμώνα που έρχεται βαρύς και για τους δυο θα ήταν οι μνήμες μας για το σπουδαίο όλων όσων είχαμε ζήσει…όλων αυτών των μοναδικών στιγμών...
Με ρώτησαν όλοι, φίλοι, γνωστοί…πως πέρασα… τι να τους πω;
Τι να καταλάβουν ; Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο μπορεί να με νιώσει αν του πω «Θυμάσαι…»? και αυτός είσαι εσύ…
Ποτέ άλλοτε δεν κατέγραψα την μνήμη μου με τόση λεπτομέρεια, γιατί ποτέ άλλοτε δεν θέλησα τόσο πολύ να μην ξεχάσω τίποτα…Να τα διαβάζω και να τα ξαναζώ κάθε φορά που θα νιώθω την ανάγκη…κάθε φορά που θα νιώθω αδύναμη να αντέξω το γεγονός ότι δεν είμαστε μαζί έτσι όπως θα άρμοζε σε μια τέτοια αγάπη να ζει.. τόσο συντροφικά…τόσο απλά…τόσο αληθινά…τόσο μοναδικά.. τόσο σπάνια..
Μου είπες πως με κοιτούσες και έβλεπες στο πρόσωπο μου ένα ευτυχισμένο μικρό παιδάκι…μα εσύ με έκανες πάλι παιδάκι…Πέρασα πολλά..τόσα που δεν θέλω να θυμάμαι…και χρόνια μετά βρήκα εσένα…και εσύ με έκανες πάλι να νιώσω…ένα ξανθό 7χρονο κοριτσάκι που γελά σαν να του χαρίζουν τα ωραιότερα δώρα.. σαν να μην του χαλάνε ποτέ χατίρι.. σαν να συγχωρούν κάθε φορά όλες τις σκανταλιές του.. Δεν απορώ που τα παιδιά σε λατρεύουν… Γεννήθηκες για να χαρίζεις ευτυχία.. Σε ευχαριστώ που ήρθες…Σε ευχαριστώ που ζεις στον κόσμο αυτό.. Σε ευχαριστώ για ότι μου χάρισες και ότι συνεχίζεις κάθε μέρα να μου χαρίζεις...Καρδιά μου.. Σε ευχαριστώ..

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα